'Χρειαζόμαστε μια κοινωνική και δημοκρατική ευρωπαϊκή ιδέα', του Γκυ Μπουρζέλ
μετάφραση: Μαρία Καλαντζοπούλου, Λάιονελ Φάινινγκερ, «Ατμομηχανή 4», 1933
Η ελληνική κρίση επανέρχεται στο προσκήνιο, θέτοντας σε κίνδυνο τα πρώτα βήματα της γαλλικής προεδρίας. Είναι ανάγκη να επιστρέψουμε λοιπόν στη στοιχειώδη παιδαγωγική, πρωταρχική αρχή της οποίας είναι η επανάληψη. Αν μέσα στο τοπίο καταστροφής, που παρουσιάζει αυτή τη στιγμή η Ελλάδα, θέλουμε να διακρίνουμε απλώς και μόνο την έκφραση της κυβερνητικής αβελτηρίας και της κοινωνικής αδιαφορίας, δικαιολογημένων ασφαλώς από τη θεραπεία λιτότητας με δόσεις που αντιστοιχούν σε άλογο, αφενός θα σκοτώσουμε τον ασθενή, αλλά, πάνω απ’ όλα, δεν θα έχουμε κατανοήσει στο παραμικρό τις ιστορικές διαδικασίες μεταλλαγών, το ότι οι συγκυρίες μας οδηγούν να αναψηλαφήσουμε τις πιο άμεσες αιτίες. Με αυτή την έννοια, η ελληνική σάγκα είναι αποκαλυπτική. Εμφανίζεται στην τομή τριών αυτόνομων λογικών: μιας κρίσης της κοινωνίας, μιας κρίσης του κράτους μια κρίσης της Ευρώπης.
Κατά τη διάρκεια των δύο σχεδόν αιώνων της σύγχρονης ιστορίας της, η Ελλάδα δόμησε την οικονομική της ανάπτυξη πάνω σε ένα κοινοτιστικό μοντέλο. Με ελάχιστες εξαιρέσεις –την περίοδο του Ελευθερίου Βενιζέλου, στον Μεσοπόλεμο, μετά την ήττα από την Τουρκία–, η βασική ευθύνη της δημιουργίας των υλικών και πνευματικών θεμελίων της χώρας εναπόκειται στις πρωτοβουλίες της κοινωνίας, ατόμων και ομάδων ενωμένων με ισχυρούς οικογενειακούς δεσμούς: δομών όπως η μικρή αγροτική εκμετάλλευση, η βιοτεχνική και στη συνέχεια βιομηχανική και τουριστική επιχείρηση, η στέγαση (και πάνω απ’ όλα η στέγαση των εκατομμυρίων ανθρώπων από την επαρχία που κατέφτασαν στα μεγάλα αστικά κέντρα κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα), η εκπαίδευση μέσω ενός πυκνού και δημοφιλούς δικτύου ιδιωτικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Για πολύ καιρό, αυτή η «αυτοεξυπηρέτηση» του κοινωνικού σημείωσε μεγάλη επιτυχία, βγάζοντας την Ελλάδα από τη φτώχεια, φυσικά με τη διεθνή βοήθεια –αμερικανική και εν συνεχεία ευρωπαϊκή–, αλλά κυρίως χάρη στην εργασία και την ευφυΐα των πολιτών της. Η απάτη και η τεμπελιά, για τις οποίες κατηγορούμε σήμερα τον ελληνικό λαό, αποτελούν μυθεύματα.
Πώς θα βγει η Ελλάδα από την κρίση;
http://enthemata.wordpress.com/2012/05/27/bourzel/
Αλλά αυτό το σύστημα ψυχομαχεί. Η Ελλάδα ανακάλυψε ξαφνικά ότι, έχοντας φτάσει σε ένα δεδομένο επίπεδο ανάπτυξης, δεν μπορούσε πια να δημιουργεί πόλεις χωρίς δημόσιο χώρο και δημόσια συγκοινωνία, οικονομία χωρίς κανόνες, κοινωνική αλληλεγγύη χωρίς ούτε οργάνωση της υγείας ούτε πολιτική προστασία, ανταγωνιστικότητα χωρίς συλλογική υποστήριξη της εκπαίδευσης. Πιο πολύ από το να υπερχρεώσουν οικονομικά την Ελλάδα, οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004 την καθυστέρησαν κυρίως να συνειδητοποιήσει αυτό τον ριζικό μετασχηματισμό. Στο κάτω κάτω, μέσω μιας διακυβέρνησης ελάχιστα φειδωλής σε σχέση με τους πόρους και τη νομιμότητα, με το μετρό, το νέο αεροδρόμιο της πρωτεύουσας και τους αστικούς αυτοκινητόδρομους, εκείνο ήταν το καλοκαίρι όλων των επιτυχιών: κατάκτηση του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος ποδοσφαίρου, εγκαίνια μιας από τις θεαματικότερες θαλάσσιες γέφυρες του κόσμου στον Κορινθιακό, επιτυχία στη διεξαγωγή ενός παγκόσμιου αθλητικού γεγονότος.
Τρία χρόνια αργότερα, η τραγωδία με τους δεκάδες θανάτους στις πυρκαγιές της Πελοποννήσου μέσα σε ένα πλαίσιο αποδιοργάνωσης των διοικητικών υπηρεσιών σηματοδοτεί μια εφιαλτική αφύπνιση. Είναι έτοιμη η ελληνική κοινωνία για μια επανίδρυση; Είναι έτοιμη να δεχτεί τη δημιουργία ενός «δημόσιου αγαθού» και να πληρώσει γι’ αυτό; Δυστυχώς, η εξέλιξη του κράτους δεν ευνοεί αυτή την αυτοσυνειδησία. Εξαρχής υπήρξε αδύναμο, με «ανοχή» για τις επιχειρήσεις των πολιτών του ελλείψει δικών του επενδύσεων, πελατειακό γι’ αυτούς που το υπηρετούν. Αυτό που άλλαξε, από τη δεκαετία του ’80 και την άνοδο στην εξουσία του ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου είναι το ότι το σύστημα επεκτάθηκε πλέον στην κλίμακα ολόκληρης της χώρας, αυξάνοντας έτσι και τους μισθούς και τις αργομισθίες.
Εδώ και τριάντα χρόνια, όλες οι κυβερνήσεις της Δεξιάς και της Αριστεράς, που διαδέχθηκαν η μία την άλλη, δεν έκαναν τίποτε άλλο παρά να διευρύνουν αυτή τη συμπεριφορά με πολλαπλάσιους πόρους, χάρη στις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις, που δεν συνέβαλαν παρά σε κάποιες παραγωγικές επενδύσεις. Η κοινωνία επωφελήθηκε, αλλά έπαθε σηψαιμία, ο πολιτικός κόσμος δυσφημίστηκε. Το οικτρό θέαμα δυσαρμονίας που προσφέρει από τις εκλογές της 6ης Μαΐου και μετά είναι η απόλυτη απόδειξη. Η αντίφαση έγκειται στο ότι δεν συνεισφέρουμε [ως Ευρωπαίοι] στον αυτοσεβασμό και στην ακεραιότητα ενός κράτους, που μάλιστα δεν υπήρξε ουσιαστικά ποτέ, αφαιμάσσοντάς το στα τυφλά.
Και η ίδια η Ευρώπη, που άλλαξε τους κανόνες του κοινοτικού παιχνιδιού, δεν αποτελεί παράδειγμα υπευθυνότητας. Χτίστηκε πάνω στην ιδέα της αλληλεγγύης προς τον «Νότο» της (Ιταλικός Νότος, Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία), εκτιμώντας ότι η διόρθωση των οικονομικών ανισοτήτων και η ισχυροποίηση της δημοκρατίας θα υποστήριζαν το ευρωπαϊκό ιδεώδες και το συμφέρον όλων. Με την κρίση, που έπληξε και την ίδια, ανακάλυψε ότι ο σωστός κανόνας είναι η αυστηρή τήρηση των προϋπολογισμών και ο έλεγχος του δημόσιου χρέους. Είναι δικαίωμά της. Αλλά δεν μπορεί να υποχρεώσει όλους τους χρεώστες της να υποστούν όλες τις συνέπειες, πολλώ δε μάλλον που δεν είναι εκείνοι οι πρώτοι υπεύθυνοι για την απουσία κοινής χρηματοπιστωτικής και κοινωνικής πολιτικής. Εναπόκειται στα μέλη με τον μεγαλύτερο πλούτο και επιρροή, και κατεξοχήν στη Γερμανία και τη Γαλλία, να δείξουν ότι η ανάπτυξη και πρόοδος είναι επίσης αξίες που αξίζει να ασπαστούμε ενθουσιωδώς.
Συμπερασματικά, η ελληνική κρίση είναι παραδειγματική, γιατί στα αποτελέσματά της συντείνουν ανεξάρτητες μεταξύ τους αιτίες. Αλλά δεν είναι ανίατη. Η ελληνική κοινωνία, η οποία στη μεγάλη της πλειοψηφία επιθυμεί λιγότερη άμεση λιτότητα και παραμονή στο ευρώ, δεν είναι και τόσο αντιφατική. Δεν θα ήταν αρνητική στις θυσίες που θα ζητούσε ένα πραγματικό κράτος, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές θα εντάσσονταν σε ένα πλαίσιο δικαιοσύνης και λογοδοσίας των αξιωματούχων του. Η απουσία ενός τέτοιου κράτους συνιστά τον αδύναμο κρίκο σ’ αυτή την αιτιακή αλυσίδα. Αλλά εναπόκειται και σ’ εμάς να στηρίξουμε μια ευρωπαϊκή ιδέα που δεν είναι μόνο οικονομική και ανταγωνιστική, αλλά επίσης κοινωνική και δημοκρατική. Αυτό είναι ένα άμεσο στοίχημα για την Ελλάδα. Μια δομική πρόκληση για την Γαλλία. Το πιο κρίσιμο ποντάρισμα για την οικοδόμηση της Ευρώπης.
μετάφραση: Μαρία Καλαντζοπούλου
Ο Γκυ Μπυρζέλ είναι γεωγράφος, καθηγητής στο πανεπιστήμιο Paris-Ouest-Nanterre-la Défense. Στα ελληνικά κυκλοφορούν αρκετά βιβλία του, μεταξύ των οποίων «Αθήνα. Η ανάπτυξη μιας μεσογειακής πρωτεύουσας» (μετ. Π. Λινάρδος-Ρυλμόν, Εξάντας 1976) και «Η επιστροφή της πόλης» (μετ. Μ. Λαυρεντιάδου, Παπαζήσης 2009).
Το άρθρο του Guy Burgel «Faut-il vraiment saigner un Etat qui n’ a jamais existé?» δημοσιεύθηκε στην εφ. «Le Monde», στις 24.5.2012
μετάφραση: Μαρία Καλαντζοπούλου, Λάιονελ Φάινινγκερ, «Ατμομηχανή 4», 1933
Η ελληνική κρίση επανέρχεται στο προσκήνιο, θέτοντας σε κίνδυνο τα πρώτα βήματα της γαλλικής προεδρίας. Είναι ανάγκη να επιστρέψουμε λοιπόν στη στοιχειώδη παιδαγωγική, πρωταρχική αρχή της οποίας είναι η επανάληψη. Αν μέσα στο τοπίο καταστροφής, που παρουσιάζει αυτή τη στιγμή η Ελλάδα, θέλουμε να διακρίνουμε απλώς και μόνο την έκφραση της κυβερνητικής αβελτηρίας και της κοινωνικής αδιαφορίας, δικαιολογημένων ασφαλώς από τη θεραπεία λιτότητας με δόσεις που αντιστοιχούν σε άλογο, αφενός θα σκοτώσουμε τον ασθενή, αλλά, πάνω απ’ όλα, δεν θα έχουμε κατανοήσει στο παραμικρό τις ιστορικές διαδικασίες μεταλλαγών, το ότι οι συγκυρίες μας οδηγούν να αναψηλαφήσουμε τις πιο άμεσες αιτίες. Με αυτή την έννοια, η ελληνική σάγκα είναι αποκαλυπτική. Εμφανίζεται στην τομή τριών αυτόνομων λογικών: μιας κρίσης της κοινωνίας, μιας κρίσης του κράτους μια κρίσης της Ευρώπης.
Κατά τη διάρκεια των δύο σχεδόν αιώνων της σύγχρονης ιστορίας της, η Ελλάδα δόμησε την οικονομική της ανάπτυξη πάνω σε ένα κοινοτιστικό μοντέλο. Με ελάχιστες εξαιρέσεις –την περίοδο του Ελευθερίου Βενιζέλου, στον Μεσοπόλεμο, μετά την ήττα από την Τουρκία–, η βασική ευθύνη της δημιουργίας των υλικών και πνευματικών θεμελίων της χώρας εναπόκειται στις πρωτοβουλίες της κοινωνίας, ατόμων και ομάδων ενωμένων με ισχυρούς οικογενειακούς δεσμούς: δομών όπως η μικρή αγροτική εκμετάλλευση, η βιοτεχνική και στη συνέχεια βιομηχανική και τουριστική επιχείρηση, η στέγαση (και πάνω απ’ όλα η στέγαση των εκατομμυρίων ανθρώπων από την επαρχία που κατέφτασαν στα μεγάλα αστικά κέντρα κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα), η εκπαίδευση μέσω ενός πυκνού και δημοφιλούς δικτύου ιδιωτικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Για πολύ καιρό, αυτή η «αυτοεξυπηρέτηση» του κοινωνικού σημείωσε μεγάλη επιτυχία, βγάζοντας την Ελλάδα από τη φτώχεια, φυσικά με τη διεθνή βοήθεια –αμερικανική και εν συνεχεία ευρωπαϊκή–, αλλά κυρίως χάρη στην εργασία και την ευφυΐα των πολιτών της. Η απάτη και η τεμπελιά, για τις οποίες κατηγορούμε σήμερα τον ελληνικό λαό, αποτελούν μυθεύματα.
Πώς θα βγει η Ελλάδα από την κρίση;
http://enthemata.wordpress.com/2012/05/27/bourzel/
Αλλά αυτό το σύστημα ψυχομαχεί. Η Ελλάδα ανακάλυψε ξαφνικά ότι, έχοντας φτάσει σε ένα δεδομένο επίπεδο ανάπτυξης, δεν μπορούσε πια να δημιουργεί πόλεις χωρίς δημόσιο χώρο και δημόσια συγκοινωνία, οικονομία χωρίς κανόνες, κοινωνική αλληλεγγύη χωρίς ούτε οργάνωση της υγείας ούτε πολιτική προστασία, ανταγωνιστικότητα χωρίς συλλογική υποστήριξη της εκπαίδευσης. Πιο πολύ από το να υπερχρεώσουν οικονομικά την Ελλάδα, οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004 την καθυστέρησαν κυρίως να συνειδητοποιήσει αυτό τον ριζικό μετασχηματισμό. Στο κάτω κάτω, μέσω μιας διακυβέρνησης ελάχιστα φειδωλής σε σχέση με τους πόρους και τη νομιμότητα, με το μετρό, το νέο αεροδρόμιο της πρωτεύουσας και τους αστικούς αυτοκινητόδρομους, εκείνο ήταν το καλοκαίρι όλων των επιτυχιών: κατάκτηση του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος ποδοσφαίρου, εγκαίνια μιας από τις θεαματικότερες θαλάσσιες γέφυρες του κόσμου στον Κορινθιακό, επιτυχία στη διεξαγωγή ενός παγκόσμιου αθλητικού γεγονότος.
Τρία χρόνια αργότερα, η τραγωδία με τους δεκάδες θανάτους στις πυρκαγιές της Πελοποννήσου μέσα σε ένα πλαίσιο αποδιοργάνωσης των διοικητικών υπηρεσιών σηματοδοτεί μια εφιαλτική αφύπνιση. Είναι έτοιμη η ελληνική κοινωνία για μια επανίδρυση; Είναι έτοιμη να δεχτεί τη δημιουργία ενός «δημόσιου αγαθού» και να πληρώσει γι’ αυτό; Δυστυχώς, η εξέλιξη του κράτους δεν ευνοεί αυτή την αυτοσυνειδησία. Εξαρχής υπήρξε αδύναμο, με «ανοχή» για τις επιχειρήσεις των πολιτών του ελλείψει δικών του επενδύσεων, πελατειακό γι’ αυτούς που το υπηρετούν. Αυτό που άλλαξε, από τη δεκαετία του ’80 και την άνοδο στην εξουσία του ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου είναι το ότι το σύστημα επεκτάθηκε πλέον στην κλίμακα ολόκληρης της χώρας, αυξάνοντας έτσι και τους μισθούς και τις αργομισθίες.
Εδώ και τριάντα χρόνια, όλες οι κυβερνήσεις της Δεξιάς και της Αριστεράς, που διαδέχθηκαν η μία την άλλη, δεν έκαναν τίποτε άλλο παρά να διευρύνουν αυτή τη συμπεριφορά με πολλαπλάσιους πόρους, χάρη στις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις, που δεν συνέβαλαν παρά σε κάποιες παραγωγικές επενδύσεις. Η κοινωνία επωφελήθηκε, αλλά έπαθε σηψαιμία, ο πολιτικός κόσμος δυσφημίστηκε. Το οικτρό θέαμα δυσαρμονίας που προσφέρει από τις εκλογές της 6ης Μαΐου και μετά είναι η απόλυτη απόδειξη. Η αντίφαση έγκειται στο ότι δεν συνεισφέρουμε [ως Ευρωπαίοι] στον αυτοσεβασμό και στην ακεραιότητα ενός κράτους, που μάλιστα δεν υπήρξε ουσιαστικά ποτέ, αφαιμάσσοντάς το στα τυφλά.
Και η ίδια η Ευρώπη, που άλλαξε τους κανόνες του κοινοτικού παιχνιδιού, δεν αποτελεί παράδειγμα υπευθυνότητας. Χτίστηκε πάνω στην ιδέα της αλληλεγγύης προς τον «Νότο» της (Ιταλικός Νότος, Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία), εκτιμώντας ότι η διόρθωση των οικονομικών ανισοτήτων και η ισχυροποίηση της δημοκρατίας θα υποστήριζαν το ευρωπαϊκό ιδεώδες και το συμφέρον όλων. Με την κρίση, που έπληξε και την ίδια, ανακάλυψε ότι ο σωστός κανόνας είναι η αυστηρή τήρηση των προϋπολογισμών και ο έλεγχος του δημόσιου χρέους. Είναι δικαίωμά της. Αλλά δεν μπορεί να υποχρεώσει όλους τους χρεώστες της να υποστούν όλες τις συνέπειες, πολλώ δε μάλλον που δεν είναι εκείνοι οι πρώτοι υπεύθυνοι για την απουσία κοινής χρηματοπιστωτικής και κοινωνικής πολιτικής. Εναπόκειται στα μέλη με τον μεγαλύτερο πλούτο και επιρροή, και κατεξοχήν στη Γερμανία και τη Γαλλία, να δείξουν ότι η ανάπτυξη και πρόοδος είναι επίσης αξίες που αξίζει να ασπαστούμε ενθουσιωδώς.
Συμπερασματικά, η ελληνική κρίση είναι παραδειγματική, γιατί στα αποτελέσματά της συντείνουν ανεξάρτητες μεταξύ τους αιτίες. Αλλά δεν είναι ανίατη. Η ελληνική κοινωνία, η οποία στη μεγάλη της πλειοψηφία επιθυμεί λιγότερη άμεση λιτότητα και παραμονή στο ευρώ, δεν είναι και τόσο αντιφατική. Δεν θα ήταν αρνητική στις θυσίες που θα ζητούσε ένα πραγματικό κράτος, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές θα εντάσσονταν σε ένα πλαίσιο δικαιοσύνης και λογοδοσίας των αξιωματούχων του. Η απουσία ενός τέτοιου κράτους συνιστά τον αδύναμο κρίκο σ’ αυτή την αιτιακή αλυσίδα. Αλλά εναπόκειται και σ’ εμάς να στηρίξουμε μια ευρωπαϊκή ιδέα που δεν είναι μόνο οικονομική και ανταγωνιστική, αλλά επίσης κοινωνική και δημοκρατική. Αυτό είναι ένα άμεσο στοίχημα για την Ελλάδα. Μια δομική πρόκληση για την Γαλλία. Το πιο κρίσιμο ποντάρισμα για την οικοδόμηση της Ευρώπης.
μετάφραση: Μαρία Καλαντζοπούλου
Ο Γκυ Μπυρζέλ είναι γεωγράφος, καθηγητής στο πανεπιστήμιο Paris-Ouest-Nanterre-la Défense. Στα ελληνικά κυκλοφορούν αρκετά βιβλία του, μεταξύ των οποίων «Αθήνα. Η ανάπτυξη μιας μεσογειακής πρωτεύουσας» (μετ. Π. Λινάρδος-Ρυλμόν, Εξάντας 1976) και «Η επιστροφή της πόλης» (μετ. Μ. Λαυρεντιάδου, Παπαζήσης 2009).
Το άρθρο του Guy Burgel «Faut-il vraiment saigner un Etat qui n’ a jamais existé?» δημοσιεύθηκε στην εφ. «Le Monde», στις 24.5.2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου